Διάσπαση προσοχής μέρος1
Διάσπαση προσοχής.
Διαταραχή
Ελειμματικής Προσοχής -Υπερκινητικότητα: Για το παιδί με το σύνδρομο αυτό ο
κόσμος μοιάζει με ένα ανοιχτό ραδιόφωνο που δεν «πιάνει» καλά τη συχνότητα με
αποτέλεσμα να μεταδίδονται ταυτόχρονα διάφορα μηνύματα που τελικά είναι
ακατανόητα. Πολλά παιδιά, ιδιαίτερα στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου
χαρακτηρίζονται από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς ως «ζωηρά»,
«υπερκινητικά», ή «απρόσεκτα».
Τα χαρακτηριστικά αυτά μας προβληματίζουν όταν
είναι έντονα και επιβαρύνουν την καθημερινή ζωή του παιδιού και τη σχολική
επίδοση.
Τότε απότελούν πιθανόν συμπτώματα μιας διαταραχής της ανάπτυξης που στη γλώσσα των ειδικών αποκαλείται Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) Η υπερκινητικότητα αποτελεί μία απο τις συνηθέστερες αιτίες παραπομπής των παιδιών σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας (Κάκουρος, 2008). Αναλυτικότερα, τα προβλήματα που απασχολούν τους γονείς και τους παιδαγωγούς είναι κυρίως οι μαθησιακές δυσκολίες και τα προβλήματα συμπεριφοράς που αντιμετωπίζουν συχνά τα παιδιά αυτά. Η κληρονομικότητα φαίνεται πώς διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της ΔΕΠ-Υ. Σύμφωνα με σχετικές έρευνες, συχνά υπάρχει στην οικογένεια του παιδιού ένας ή και περισσότεροι συγγενείς πρώτου ή δεύτερου βαθμού, ο οποίος παρουσιάζει ανάλογα συμπτώματα. Το αν θα εμφανιστεί η διαταραχή στο παιδί εξαρτάται από το πως θα αλληλεπιδράσει η κληρονομικότητα με το περιβάλλον του παιδιού. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ένας περιβαλλοντικός παράγοντας που συμβάλλει, σύμφωνα με σύγχρονες έρευνες, στην εμφάνιση της ΔΕΠ-Υ είναι το κάπνισμα της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Μια άλλη άποψη διατυπώνει ότι η ΔΕΠ-Υ οφείλεται σε δυσλειτουργία του πρόσθιου εγκεφάλου στην μετωπιαία περιοχή ,εξαιτίας της οποίας το παιδί δεν μπορεί να ξεχωρίσει το σημαντικό από το μη σημαντικό ερέθισμα και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να σταματήσει τις αυτόματες αντιδράσεις του στα διάφορα ερεθίσματα. Οι ενδείξεις για την ανάπτυξη της ΔΕΠ-Υ ξεκινούν ακόμη και από την εμβρυική φάση: τα παιδιά αυτά ως έμβρυα εμφανίζουν αυξημένη κινητικότητα, ως βρέφη είναι πολύ ανήσυχα ενώ ως νήπια δεν περπατούν αλλά τρέχουν, σκαρφαλώνουν και γενικότερα δεν ησυχάζουν. Η συναισθηματική τους διάθεση αλλάζει από τη μία στιγμή στην άλλη, είναι ιδιαίτερα επίμονα και συχνά έχουν ξεαπάσματα οργής. Κύρια Χαρακτηριστικά της ΔΕΠ-Υ Απροσεξία: Το παιδί δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στις σχολικές του εργασίες . Κάνει λάθη απροσεξίας. Δεν ακολουθεί τις οδηγίες. Αργεί να ολοκληρώσει μια απλή εργασία και πολλές φορές αποφεύγει εργασίες που απαιτούν προσοχή, συγκέντρωση και μεγάλη έκταση π.χ εκθέσεις. Στο παιχνίδι δεν μπορεί να ακολουθήσει τους κανόνες, αφαιρείται, δείχνει να αποστασιοποιείται , με εξαίρεση κάποια παιχνίδια που αγαπούν εξαιρετικά και ιδιαίτερα παιχνίδια στον Η/Υ. Υπερκινητικότητα: Το σύμπτωμα που διαπιστώνεται συχνότερα από το περιβάλλον του παιδιού(γονεις και δασκάλους) είναι η υπερκινητικότητα. Τα παιδιά κινούνται ακόμα και στον ύπνο. Κουνούν τα χέρια και τα πόδια νευρικά, ακόμα και όταν κάθονται. Σηκώνονται από το θρανίο τους στην τάξη, τρέχουν, σκαρφαλώνουν, συστρέφονται, «δεν μπορούν να σταθούν σε ένα μέρος». Δεν ζητούν την άδεια να σηκωθούν από το θρανίο ή να φύγουν από την τάξη δεν αντέχουν να μείνουν ακίνητα, αισθάνονται να «πνίγονται», αν δεν κινηθούν. Παρορμητικότητα: Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ πρώτα ενεργούν και μετά σκέφτονται. Δεν περιμένουν τη σειρά τους, «πετάγονται», διακόπτουν τους άλλους για να μιλήσουν και απαντούν χωρίς να περιμένουν να ολοκληρωθεί η όποια ερώτηση τους απευθύνεται. Κάνουν αυτό που θέλουν χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες των πράξεων τους. Κάνουν τον «κλόουν» μέσα στην τάξη, παράγουν παράξενους θορύβους. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, λόγω των κύριων χαρακτηριστικών της ΔΕΠ-Υ επηρεάζεται σημαντικά η σχολική επίδοση των παιδιών και συχνά εμφανίζουν σημαντικές μαθησιακές δυσκολίες. Το αποτέλεσμα είναι να απορρίπτονται από τους συμμαθητές τους και να αναπτύσσουν μειωμένη αυτοεκτίμηση, συναισθηματικά και κοινωνικά προβλήματα, καταθλιπτικά συμπτώματα, άγχος και προβλήματα συμπεριφοράς. Στην ενήλικη ζωή των ατόμων αυτών η ΔΕΠ-Υ μπορεί να είναι η αιτία για την εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς και ανεργίας. Η διάγνωση: Η έγκαιρη διάγνωση του προβλήματος είναι ιδιαίτερης σημασίας. Γίνεται κατεξοχήν από ειδικό ψυχολόγο ή παιδονευρολόγο και είναι πολυδιάστατη διαδικασία. Ο ειδικός θα χρειαστεί πληροφορίες από το παιδί, τους γονείς και το δάσκαλο (Μανιαδάκη,2010). Ο ειδικός πρέπει να έχει στη διάθεση του διάφορα μέσα, έτσι ώστε να κάνει όσο το δυνατόν πληρέστερη αξιολόγηση των δυσκολιών του παιδιού. Μερικά από αυτά είναι η συνέντευξη με το παιδί –προσαρμοσμένη στην ηλικία του, η συνέντευξη με τους γονείς, η χρήση ψυχοτεχνικών μέσων ,όπως είναι οι σχετικές με τη ΔΕΠ-Υ κλίμακες. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η διάγνωση της ΔΕΠ-Υ αλλά και κάθε διαταραχής είναι μια διαδικασία που δεν σταματά ακόμα και κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αντιμετώπισής της, καθώς νέα δεδομένα μπορεί να προκύψουν στη ζωή του παιδιού αλλά και της οικογένειάς του, όπως ψυχοπιεστικά γεγονότα (θάνατος, διαζύγιο κλπ) τα οποία χρειάζεται να λαμβάνονται υπόψη από τον ειδικό επιστήμονα. Ακόμη, στα πλαίσια της διάγνωσης, είναι σημαντικό να γίνεται διερεύνηση πιθανής συνύπαρξης της ΔΕΠ-Υ με άλλες διαταραχές της ανάπτυξης, έτσι ώστε η θεραπευτική αντιμετώπιση να προσαρμόζεται ανάλογα με τις δυσκολίες του παιδιού. Η αντιμετώπιση Η αντιμετώπιση του προβλήματος της ΔΕΠ-Υ συνίσταται σε πολλούς διαφορετικούς παράγοντες. Περιλαμβάνουν την ενημέρωση τόσο των γονέων του παιδιού σχετικά με τη φύση και τα θέματα που προκύπτουν από την ύπαρξή της εν λόγω διαταραχής όσο και την σχετική ενημέρωση των δασκάλων του, αλλά και το ίδιο το παιδί. Η ενημέρωση αυτή προσαρμόζεται ανάλογα με το ποιος είναι ο αποδέκτης της (γονέας, δάσκαλός, παιδί). Ο ειδικός θα πρέπει να αξιολογήσει τις πληροφορίες αυτές σύμφωνα με το όφελος του παιδιού. Οι γονείς ,για παράδειγμα θα χρειαστεί να ενημερωθούν αλλά και να εκπαιδευτούν για το πως θα χειρίζονται τη δυσλειτουργική συμπεριφορά του παιδιού στο σπίτι αλλά και στις κοινωνικές του επαφές. Σε ότι αφορά τους δασκάλους, κρίνεται απαραίτητη η συνεργασία τους τόσο σχετικά με μαθησιακά θέματα όσο και θέματα συμπεριφοράς του παιδιού στο σχολείο. Συσχετιζόμενα με τη ΔΕΠ-Υ συμπτώματα για το ίδιο το παιδί, όπως είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση και το χαμηλό κίνητρο για μάθηση, το άγχος κα θα πρέπει έγκαιρα να διερευνηθούν και να αντιμετωπιστούν. Σε κάποιες περιπτώσεις παιδιών με ΔΕΠ-Υ είναι πιθανόν να χρειαστεί θεραπεία με φάρμακα λόγω των έντονων συμπτωμάτων σε συνδυασμό με τις παραπάνω παρεμβάσεις σε μαθησιακό, κοινωνικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Η αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ είναι μια πολυεπίπεδη αναγκαιότητα. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία σε κάθε τάξη υπάρχουν 1 ή 2 μαθητές με ΔΕΠ-Υ. Συχνά, οι δάσκαλοι και οι γονείς αγανακτούν και απογοητεύονται, όταν δυσκολεύονται στο χειρισμό της συμπεριφοράς των παιδιών αυτών. Και είναι ανθρώπινο. Ως ενήλικες ,όμως, έχουν ίσως μεγαλύτερη αντοχή στη ματαίωση και την απογοήτευση.
Τότε απότελούν πιθανόν συμπτώματα μιας διαταραχής της ανάπτυξης που στη γλώσσα των ειδικών αποκαλείται Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) Η υπερκινητικότητα αποτελεί μία απο τις συνηθέστερες αιτίες παραπομπής των παιδιών σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας (Κάκουρος, 2008). Αναλυτικότερα, τα προβλήματα που απασχολούν τους γονείς και τους παιδαγωγούς είναι κυρίως οι μαθησιακές δυσκολίες και τα προβλήματα συμπεριφοράς που αντιμετωπίζουν συχνά τα παιδιά αυτά. Η κληρονομικότητα φαίνεται πώς διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της ΔΕΠ-Υ. Σύμφωνα με σχετικές έρευνες, συχνά υπάρχει στην οικογένεια του παιδιού ένας ή και περισσότεροι συγγενείς πρώτου ή δεύτερου βαθμού, ο οποίος παρουσιάζει ανάλογα συμπτώματα. Το αν θα εμφανιστεί η διαταραχή στο παιδί εξαρτάται από το πως θα αλληλεπιδράσει η κληρονομικότητα με το περιβάλλον του παιδιού. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ένας περιβαλλοντικός παράγοντας που συμβάλλει, σύμφωνα με σύγχρονες έρευνες, στην εμφάνιση της ΔΕΠ-Υ είναι το κάπνισμα της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Μια άλλη άποψη διατυπώνει ότι η ΔΕΠ-Υ οφείλεται σε δυσλειτουργία του πρόσθιου εγκεφάλου στην μετωπιαία περιοχή ,εξαιτίας της οποίας το παιδί δεν μπορεί να ξεχωρίσει το σημαντικό από το μη σημαντικό ερέθισμα και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να σταματήσει τις αυτόματες αντιδράσεις του στα διάφορα ερεθίσματα. Οι ενδείξεις για την ανάπτυξη της ΔΕΠ-Υ ξεκινούν ακόμη και από την εμβρυική φάση: τα παιδιά αυτά ως έμβρυα εμφανίζουν αυξημένη κινητικότητα, ως βρέφη είναι πολύ ανήσυχα ενώ ως νήπια δεν περπατούν αλλά τρέχουν, σκαρφαλώνουν και γενικότερα δεν ησυχάζουν. Η συναισθηματική τους διάθεση αλλάζει από τη μία στιγμή στην άλλη, είναι ιδιαίτερα επίμονα και συχνά έχουν ξεαπάσματα οργής. Κύρια Χαρακτηριστικά της ΔΕΠ-Υ Απροσεξία: Το παιδί δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στις σχολικές του εργασίες . Κάνει λάθη απροσεξίας. Δεν ακολουθεί τις οδηγίες. Αργεί να ολοκληρώσει μια απλή εργασία και πολλές φορές αποφεύγει εργασίες που απαιτούν προσοχή, συγκέντρωση και μεγάλη έκταση π.χ εκθέσεις. Στο παιχνίδι δεν μπορεί να ακολουθήσει τους κανόνες, αφαιρείται, δείχνει να αποστασιοποιείται , με εξαίρεση κάποια παιχνίδια που αγαπούν εξαιρετικά και ιδιαίτερα παιχνίδια στον Η/Υ. Υπερκινητικότητα: Το σύμπτωμα που διαπιστώνεται συχνότερα από το περιβάλλον του παιδιού(γονεις και δασκάλους) είναι η υπερκινητικότητα. Τα παιδιά κινούνται ακόμα και στον ύπνο. Κουνούν τα χέρια και τα πόδια νευρικά, ακόμα και όταν κάθονται. Σηκώνονται από το θρανίο τους στην τάξη, τρέχουν, σκαρφαλώνουν, συστρέφονται, «δεν μπορούν να σταθούν σε ένα μέρος». Δεν ζητούν την άδεια να σηκωθούν από το θρανίο ή να φύγουν από την τάξη δεν αντέχουν να μείνουν ακίνητα, αισθάνονται να «πνίγονται», αν δεν κινηθούν. Παρορμητικότητα: Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ πρώτα ενεργούν και μετά σκέφτονται. Δεν περιμένουν τη σειρά τους, «πετάγονται», διακόπτουν τους άλλους για να μιλήσουν και απαντούν χωρίς να περιμένουν να ολοκληρωθεί η όποια ερώτηση τους απευθύνεται. Κάνουν αυτό που θέλουν χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες των πράξεων τους. Κάνουν τον «κλόουν» μέσα στην τάξη, παράγουν παράξενους θορύβους. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, λόγω των κύριων χαρακτηριστικών της ΔΕΠ-Υ επηρεάζεται σημαντικά η σχολική επίδοση των παιδιών και συχνά εμφανίζουν σημαντικές μαθησιακές δυσκολίες. Το αποτέλεσμα είναι να απορρίπτονται από τους συμμαθητές τους και να αναπτύσσουν μειωμένη αυτοεκτίμηση, συναισθηματικά και κοινωνικά προβλήματα, καταθλιπτικά συμπτώματα, άγχος και προβλήματα συμπεριφοράς. Στην ενήλικη ζωή των ατόμων αυτών η ΔΕΠ-Υ μπορεί να είναι η αιτία για την εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς και ανεργίας. Η διάγνωση: Η έγκαιρη διάγνωση του προβλήματος είναι ιδιαίτερης σημασίας. Γίνεται κατεξοχήν από ειδικό ψυχολόγο ή παιδονευρολόγο και είναι πολυδιάστατη διαδικασία. Ο ειδικός θα χρειαστεί πληροφορίες από το παιδί, τους γονείς και το δάσκαλο (Μανιαδάκη,2010). Ο ειδικός πρέπει να έχει στη διάθεση του διάφορα μέσα, έτσι ώστε να κάνει όσο το δυνατόν πληρέστερη αξιολόγηση των δυσκολιών του παιδιού. Μερικά από αυτά είναι η συνέντευξη με το παιδί –προσαρμοσμένη στην ηλικία του, η συνέντευξη με τους γονείς, η χρήση ψυχοτεχνικών μέσων ,όπως είναι οι σχετικές με τη ΔΕΠ-Υ κλίμακες. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η διάγνωση της ΔΕΠ-Υ αλλά και κάθε διαταραχής είναι μια διαδικασία που δεν σταματά ακόμα και κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αντιμετώπισής της, καθώς νέα δεδομένα μπορεί να προκύψουν στη ζωή του παιδιού αλλά και της οικογένειάς του, όπως ψυχοπιεστικά γεγονότα (θάνατος, διαζύγιο κλπ) τα οποία χρειάζεται να λαμβάνονται υπόψη από τον ειδικό επιστήμονα. Ακόμη, στα πλαίσια της διάγνωσης, είναι σημαντικό να γίνεται διερεύνηση πιθανής συνύπαρξης της ΔΕΠ-Υ με άλλες διαταραχές της ανάπτυξης, έτσι ώστε η θεραπευτική αντιμετώπιση να προσαρμόζεται ανάλογα με τις δυσκολίες του παιδιού. Η αντιμετώπιση Η αντιμετώπιση του προβλήματος της ΔΕΠ-Υ συνίσταται σε πολλούς διαφορετικούς παράγοντες. Περιλαμβάνουν την ενημέρωση τόσο των γονέων του παιδιού σχετικά με τη φύση και τα θέματα που προκύπτουν από την ύπαρξή της εν λόγω διαταραχής όσο και την σχετική ενημέρωση των δασκάλων του, αλλά και το ίδιο το παιδί. Η ενημέρωση αυτή προσαρμόζεται ανάλογα με το ποιος είναι ο αποδέκτης της (γονέας, δάσκαλός, παιδί). Ο ειδικός θα πρέπει να αξιολογήσει τις πληροφορίες αυτές σύμφωνα με το όφελος του παιδιού. Οι γονείς ,για παράδειγμα θα χρειαστεί να ενημερωθούν αλλά και να εκπαιδευτούν για το πως θα χειρίζονται τη δυσλειτουργική συμπεριφορά του παιδιού στο σπίτι αλλά και στις κοινωνικές του επαφές. Σε ότι αφορά τους δασκάλους, κρίνεται απαραίτητη η συνεργασία τους τόσο σχετικά με μαθησιακά θέματα όσο και θέματα συμπεριφοράς του παιδιού στο σχολείο. Συσχετιζόμενα με τη ΔΕΠ-Υ συμπτώματα για το ίδιο το παιδί, όπως είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση και το χαμηλό κίνητρο για μάθηση, το άγχος κα θα πρέπει έγκαιρα να διερευνηθούν και να αντιμετωπιστούν. Σε κάποιες περιπτώσεις παιδιών με ΔΕΠ-Υ είναι πιθανόν να χρειαστεί θεραπεία με φάρμακα λόγω των έντονων συμπτωμάτων σε συνδυασμό με τις παραπάνω παρεμβάσεις σε μαθησιακό, κοινωνικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Η αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ είναι μια πολυεπίπεδη αναγκαιότητα. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία σε κάθε τάξη υπάρχουν 1 ή 2 μαθητές με ΔΕΠ-Υ. Συχνά, οι δάσκαλοι και οι γονείς αγανακτούν και απογοητεύονται, όταν δυσκολεύονται στο χειρισμό της συμπεριφοράς των παιδιών αυτών. Και είναι ανθρώπινο. Ως ενήλικες ,όμως, έχουν ίσως μεγαλύτερη αντοχή στη ματαίωση και την απογοήτευση.
Πηγές:
* E. Κάκουρος(2008) : To Υπερκινητικό Παιδί, Οι δυσκολίες του στη μάθηση και
στη συμπεριφορά, ελληνικά γράμματα
* e-lefkas.gr: Άρθρο της Ουρανίας Σολδάτου-
* www.ygeia-evexia.gr/articles2
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου